Στιούαρτ

Στιούαρτ
Ν
φρ. «Στιούαρτ ρυθμός» — γενικευμένος όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις εικαστικές τέχνες τής Αγγλίας στη διάρκεια τής βασιλείας τού βρετανικού οίκου τών Στιούαρτ, δηλαδή κατά την περίοδο 1603-1714, με βασικό χαρακτηριστικό την επιρροή τών σύγχρονων κινημάτων τής ηπειρωτικής Ευρώπης, με πρώτο το μπαρόκ, στους καλλιτέχνες τής Αγγλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Στιούαρτ, Τζίλμπερτ — (Stuart). Βορειοαμερικανός ζωγράφος (1755 – 1828). Ταξίδεψε στην Αγγλία και στην Ιρλανδία. Στο Λονδίνο όπου είχε εκθέσει έργα του το 1777 προκάλεσε το ενδιαφέρον του Γεωργίου Γ’, του οποίου φιλοτέχνησε την προσωπογραφία, καθώς εξάλλου και τις… …   Dictionary of Greek

  • Στιούαρτ, Ντάγκλας — (Stewan). Αυστραλός δραματικός ποιητής και κριτικός (Έλθαμ, Νέα Ζηλανδία 1913). Συνεργάστηκε από το 1941 και για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Κόκκινη σελίδα του Σίδνεϊ, όπου στα άρθρα του διαφαίνεται η αγάπη για τη γενέτειρά του. Έγραψε πάρα πολλές …   Dictionary of Greek

  • Κάσλρι, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης του- — (Robert Stewart, viscount of Castlereagh, Μάουντ Στιούαρτ, Ιρλανδία 1769 – Νορθ Κρέιζ, Κεντ 1822). Ιρλανδός πολιτικός. Ήταν μαρκήσιος του Λοντοντέρι, βουλευτής στο ιρλανδικό κοινοβούλιο (1790) και σφραγιδοφύλακας της κυβέρνησης (1796). Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία Στιούαρτ — (Mary Stewart, Λίνλιθγκοου 1542 – Φόδερνινχεϊ 1587). Βασίλισσα της Σκοτίας (1542 67). Ήταν κόρη του Ιακώβου E’ της Σκοτίας και της Μαρίας της Λορένης, αναλαμβάνοντας τον σκοτικό θρόνο σε ηλικία μόλις λίγων ημερών. Ανατράφηκε ως καθολική στην αυλή …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος Στιούαρτ — (Λονδίνο 1688 – Ρώμη 1766). Πρίγκιπας της Σκοτίας, μνηστήρας του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιάκωβου Β’ της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Μπλάκετ, Πάτρικ Μέιναρντ Στιούαρτ — (Patrick Maynard Stewart Blackett, Λονδίνο 1897 – 1974). Άγγλος φυσικός. Περάτωσε τις σπουδές του στη Ναυτική Ακαδημία και έλαβε μέρος στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ως αξιωματικός. Μετά τον πόλεμο αποστρατεύτηκε, παρακολούθησε μαθήματα φυσικής στο… …   Dictionary of Greek

  • Παρνέλ, Τσαρλς Στιούαρτ — (Parnell, Charles Stewart, 1846 – 1891). Ιρλανδός πολιτικός, ηγέτης του αυτονομιστικού κινήματος. Από το 1875 διετέλεσε μέλος του αγγλικού κοινοβουλίου, όπου εφάρμοζε την κωλυσιεργία ως μέσο πίεσης κατά των κυρίαρχων τάξεων της Αγγλίας. Επιδίωκε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”